- φοβηθείς
- φοβέωput to flightaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BEER-SHEBA — nomen civitatis. Latine puteus iuramenti. 1 Reg. c. 19. v. 3. Ubi Iosephus, Φοβηθεὶς δὲ ὁ Η᾿λίας φέυγει εἰς πὁλιν Βερσουβεὲ λεγομένην, ἐπ᾿ ἐχάτοις δ᾿ ἐςτὶν ἀυτὴ τῆς χώρας τῶ Ι᾿ούδα φυλην` ἐχόντων κατα τὴν Ι᾿δουμαίων γην̑. Borsenam vocar… … Hofmann J. Lexicon universale
BRIMO — unum ex Hecates, sive Proserpinae nominibus, ἀπὸ τȏ βριμᾷν, h. e. a terrendo impositum, eo quod nocturna terriculamenta ab eâ immitti credebantur, ut ex Apollonii Scholiaste annotat Cael. Rhodig. l. 11. c. 16. Hesiodi Interpres l. 1. Βριμὼ δὲ καὶ … Hofmann J. Lexicon universale
SAMGAR — fil. Anath, Iudex in Israel, Iudic. c. 3. v. 31. Percussit ex Philistaeis 600. stimulô boum, A. M. 2720. Quod an solus fecerit, aut tumultuariâ rusticorum turmâ comite, Scriprura Sacra non desinit. Utut sit, hoc notabile, quod non aliô telô, quam … Hofmann J. Lexicon universale
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
ωχρός — ή, ό / ὠχρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή… … Dictionary of Greek